-
1 μεθ-ομ-ῑλέω
μεθ-ομ-ῑλέω, mit Andern Umgang haben, unter ihnen sein, καὶ μὲν τοῖσιν ἐγὼ μεϑομίλεον, Il. 1, 269.
См. также в других словарях:
μεθομιλώ — μεθομιλῶ, έω (Α) έχω σχέση με κάποιον ή συναναστρέφομαι κάποιον («καὶ μὲν τοῑσιν ἐγὼ μεθομίλεον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὁμιλῶ] … Dictionary of Greek